- πλήθω
- και δωρ. τ. πλάθω Α1. είμαι γεμάτος («θάλασσα ναυαγίων πλήθουσα καὶ φόνου», Αισχύλ.)2. πολλαπλασιάζω, πληθύνω ' («πλήθει δ' αὖτε κύπελλα βοῶν γλάγος», Κόιντ.)3. διέρχομαι, συμπληρώνω πλήρη περίοδο4. φρ. α) «ἀγορὰ πλήθουσα» — ο χρόνος τής ημέρας, πριν από το μεσημέρι, κατά τον οποίο η αγορά είναι γεμάτη κόσμοβ) «σελήνη πλήθουσα» — η πανσέληνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλη- τού πίμ-πλη-μι* «γεμίζω» με ενεστωτικό επίθημα -θω, το οποίο (όπως και τα επιθήματα -κω, -γω, -χω, -τω) δηλώνουν εμφαντικά το τέλος μιας πράξης (πρβλ. νήθω, πρή-θω, ψύ-χω, σμή-χω)].
Dictionary of Greek. 2013.